- χάρισμα
- χάρισμα το1) дар, талант:
ο Θεός δίνει σ’όλους τους ανθρώπους κάποιο χάρισμα — Бог дает всем людям какой-нибудь талант;
2) подарок, дар
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ο Θεός δίνει σ’όλους τους ανθρώπους κάποιο χάρισμα — Бог дает всем людям какой-нибудь талант;
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Χάρισμα — (charisma) (греч.) см. Xаризма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
χάρισμα — grace neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
χάρισμα — το, ατος 1. ό,τι χαρίζεται, δώρο, δωρεά. 2. προσόν, προτέρημα, αρετή, δώρο της φύσης, ταλέντο: Η ομορφιά είναι φυσικό χάρισμα. 3. ως επίρρ. σημαίνει δωρεάν, τζάμπα: Μου τα δωσε χάρισμα. 4. φρ., «χάρισμά σου», σου το χαρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάρισμ' — χάρισμα , χάρισμα grace neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρισμάτων — χάρισμα grace neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρίσμασι — χάρισμα grace neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρίσμασιν — χάρισμα grace neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρίσματα — χάρισμα grace neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρίσματι — χάρισμα grace neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρίσματος — χάρισμα grace neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)